ρουφιάνος — ο θηλ. α (λ. ιταλ.), προαγωγός, μαστροπός, σπιούνος, καταδότης: Ένας ρουφιάνος από την ομάδα τους τους κατέδωσε στους Γερμανούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρουφιανεύω — Ν 1. ενεργώ ως ρουφιάνος, ως μεσολαβητής ή προαγωγός σε ερωτικές υποθέσεις 2. κάνω ρουφιανιές, διαβάλλω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφιάνος (πρβλ. ιταλ. ruffianare)] … Dictionary of Greek
μαστροπός — ο και η (Α μαστροπός) αυτός που προμηθεύει σε άλλους γυναίκες για ανήθικους σκοπούς, που σπρώχνει γυναίκες στην πορνεία, προαγωγός, ρουφιάνος, εκμαυλιστής («ἀλλ οὐ μαστροπὸς ἐγὼ τῆς ἐμαυτοῡ γυναικός», Λουκιαν.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που γοητεύει,… … Dictionary of Greek
μπεζεβέγκης — και μπεζεβένης και πεζεβέγκης, ο, θηλ. ισσα (Μ. μπεζεβέγκης, θηλ. μπεζεβέγκισσα) μαστροπός, ρουφιάνος νεοελ. αχρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pezevenk] … Dictionary of Greek
πληροφοριοδότης — ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν 1. αυτός που δίνει πληροφορίες 2. ειδικός ανεπίσημος πράκτορας μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται 3. καταδότης, ρουφιάνος,… … Dictionary of Greek
ρουφιανιά — η, Ν [ρουφιάνος] 1. η ιδιότητα και οι ενέργειες τού ρουφιάνου, το να ενεργεί κανείς ως προαγωγός, η μαστροπία 2. ψεύτικη κατηγορία, διαβολή, σκευωρία, δολοπλοκία, ραδιουργία, σπιουνιά … Dictionary of Greek
σπιούνος — και σπιγούνος, ο, θηλ. σπιούνα, Ν 1. αυτός που παρακολουθεί τις ενέργειες κάποιου και τόν καταδίδει, καταδότης, χαφιές, ρουφιάνος 2. αυτός που διαβάλλει κάποιον, ραδιούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spione] … Dictionary of Greek
προαγωγός — ο αυτός που παρακινεί σε πορνεία, εκμαυλιστής, μαστροπός, ρουφιάνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)