ρουφιάνος

ρουφιάνος
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Σεπτεμβρίου.
* * *
ο, θηλ. ρουφιάνα, Ν
1. μαστροπός, προαγωγός
2. συκοφάντης, διαβολέας, σκευωρός, μηχανορράφος, ραδιούργος
3. αυτός που αποκαλύπτει για δικό του όφελος ένα μυστικό ή δίνει μια πληροφορία, σπιούνος
4. φρ. α) «χωρίς ρουφιάνο δεν πέφτει το κάστρο» — η αντίσταση δεν κάμπτεται παρά μόνο με προδοσία
β) «χωρίς ρουφιάνα, πουτάνα δεν γίνεται» — η προαγωγός ασκεί μεγάλη επίδραση στο να πάρει τον κακό δρόμο μια γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ruffiano, πιθ. < ρουφ-ιανός «οπαδός τού Εφέσιου αφροδισιολόγου Ρούφου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρουφιάνος — ο θηλ. α (λ. ιταλ.), προαγωγός, μαστροπός, σπιούνος, καταδότης: Ένας ρουφιάνος από την ομάδα τους τους κατέδωσε στους Γερμανούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρουφιανεύω — Ν 1. ενεργώ ως ρουφιάνος, ως μεσολαβητής ή προαγωγός σε ερωτικές υποθέσεις 2. κάνω ρουφιανιές, διαβάλλω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφιάνος (πρβλ. ιταλ. ruffianare)] …   Dictionary of Greek

  • μαστροπός — ο και η (Α μαστροπός) αυτός που προμηθεύει σε άλλους γυναίκες για ανήθικους σκοπούς, που σπρώχνει γυναίκες στην πορνεία, προαγωγός, ρουφιάνος, εκμαυλιστής («ἀλλ οὐ μαστροπὸς ἐγὼ τῆς ἐμαυτοῡ γυναικός», Λουκιαν.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που γοητεύει,… …   Dictionary of Greek

  • μπεζεβέγκης — και μπεζεβένης και πεζεβέγκης, ο, θηλ. ισσα (Μ. μπεζεβέγκης, θηλ. μπεζεβέγκισσα) μαστροπός, ρουφιάνος νεοελ. αχρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pezevenk] …   Dictionary of Greek

  • πληροφοριοδότης — ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν 1. αυτός που δίνει πληροφορίες 2. ειδικός ανεπίσημος πράκτορας μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται 3. καταδότης, ρουφιάνος,… …   Dictionary of Greek

  • ρουφιανιά — η, Ν [ρουφιάνος] 1. η ιδιότητα και οι ενέργειες τού ρουφιάνου, το να ενεργεί κανείς ως προαγωγός, η μαστροπία 2. ψεύτικη κατηγορία, διαβολή, σκευωρία, δολοπλοκία, ραδιουργία, σπιουνιά …   Dictionary of Greek

  • σπιούνος — και σπιγούνος, ο, θηλ. σπιούνα, Ν 1. αυτός που παρακολουθεί τις ενέργειες κάποιου και τόν καταδίδει, καταδότης, χαφιές, ρουφιάνος 2. αυτός που διαβάλλει κάποιον, ραδιούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spione] …   Dictionary of Greek

  • προαγωγός — ο αυτός που παρακινεί σε πορνεία, εκμαυλιστής, μαστροπός, ρουφιάνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”